Πάρσονς, Τάλκοτ

Πάρσονς, Τάλκοτ
(Parsons Talcott, Κολοράντο Σπρινγκς, Koλοράντο 1902). Αμερικάνος κοινωνιολόγος (ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της νεότερης κοινωνιολογίας). Σπούδασε βιολογία και οικονομία στις ΗΠΑ, και έπειτα στην Αγγλία και στη Γερμανία. Αργότερα ασχολήθηκε με κοινωνιολογικές μελέτες διατηρώντας καταφανή τη σφραγίδα των αρχικών επιστημονικών ενδιαφερόντων του. Από το 1926 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ο Π. επανέρχεται και αναπτύσσει το θέμα δυνατότητας μιας γενικής αναδιαμόρφωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς ως συστήματος που ρυθμίζεται από τάσεις και ομοιομορφίες, θέμα στο οποίο αντλεί λιγότερο από τον Μαρξ και περισσότερο από τους τέσσερις μελετητές, στους οποίους αφιερώνει την πρώτη του εργασία μεγάλης πνοής, τους Μάρσαλ, Παρέτο, Ντιρκέν και Μαξ Βέμπερ. Έπειτα από έρευνες κατά τομείς πάνω στη διαμόρφωση των κοινωνικών στρωμάτων, πάνω στη δημοκρατία, στον φασισμό, στις κοινωνικές τάξεις, ο Π. επιχείρησε μια γενική θεωρητική συστηματοποίηση των θέσεών του, στις οποίες διακρίνεται καθαρά η τάση προς την ψυχολογική αναγωγή των κοινωνικών φαινομένων. Η επίτευξη της κοινωνικής ισορροπίας εξαρτάται, κατά τον Π., από τη λύση τεσσάρων προβλημάτων που αφορούν την επιδίωξη του σκοπού, την προσαρμογή, την ολοκλήρωση και το πλάτος. Από τα έργα του αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα: Η δομή της κοινωνικής ενέργειας (1931), Δοκίμια κοινωνιολογικής θεωρίας, καθαρής και εφαρμοσμένης (1949), Το κοινωνικό σύστημα (1951), Κοινωνική δομή και προσωπικότητα (1963), Κοινωνίες: εξελικτικές και συγκριτικές προοπτικές (1966).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”